- μονόθυρος
- μονό-θυρος, mit einer Tür, Öffnung, ὄστρεον, mit einer Schale
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόθυρος — η, ο (Α μονόθυρος, ον) 1. αυτός που έχει μία πόρτα («μονόθυρη αίθουσα») 2. (για πόρτα) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο 3. (για μαλάκιο) αυτό που έχει μόνο μία θυρίδα αρχ. (για σπήλαιο) αυτός που έχει μία είσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θυρος (< … Dictionary of Greek
μονόθυρον — μονόθυρος with one leaf masc/fem acc sg μονόθυρος with one leaf neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοθύροις — μονόθυρος with one leaf masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοθύρου — μονόθυρος with one leaf masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοθύρων — μονόθυρος with one leaf masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόθυρα — μονόθυρος with one leaf neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Univalva — Les univalves (univalva) sont des mollusques dont la coquille n est constituée que d une pièce. C est également le nom d un taxon désuet[1]. Sommaire 1 Taxonomie 2 Voir aussi 2.1 … Wikipédia en Français
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονόπτυχος — μονόπτυχος, ον (Μ) (για οστρακόδερμα) αυτός που έχει μία μόνο πτυχή, ένα κέλυφος, μονόθυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. πολύ πτυχος] … Dictionary of Greek